πιστικῶς

πιστικῶς
πιστικός 1
liquid
adverbial
πιστικός 2
faithful
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”